τρέμουλο

τρέμουλο
το, Ν
ρίγος, σύγκρυο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tremulus «τρέμων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Pontic Greeks — Infobox Ethnic group group = Pontic Greeks nowrap|Έλληνες του Πόντου (Ρωμιοί) Pontic Greek man population = c. 3,000,000 regions = Greece, Georgia, Russia, Ukraine, Kazakhstan, Turkey religions = Greek Orthodox Christianity, Sunni Islam langiages …   Wikipedia

  • Horon (dance) — Music of Greece General topics Ancient • Byzantine • Néo kýma • Polyphonic song Genres Entehno • Dimotika • Hip hop • Laïko • …   Wikipedia

  • αεροπόρος — Ο χειριστής αεροπλάνου. Επίσης, εκείνος που ανήκει στο σώμα της αεροπορίας. νόσος των α. Ασθένεια των χειριστών των αεροπλάνων. Οφείλεται σε υπερκόπωση εξαιτίας συνεχών και δύσκολων πτήσεων. Εκδηλώνεται με αδυναμία, έντονη υπνηλία, τρέμουλο των… …   Dictionary of Greek

  • παλμός — Κραδασμός, δόνηση. Για την καρδιά, ο όρος υποδηλώνει τον σφυγμό. Καρδιακός π. σημαίνει την περιοδική και ρυθμική λειτουργία της καρδιάς. * * * ο (ΑΜ παλμός) [πάλλω] 1. παλινδρομική τρομώδης κίνηση μικρής διάρκειας και μικρού εύρους, τρέμουλο… …   Dictionary of Greek

  • παραλήρημα — (Ιατρ.). Κατάσταση κατά την οποία ένας ψυχικά ασθενής αναπτύσσει ιδέες που βρίσκονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ύστερα από ένα αρχικό λάθος στην αντίληψη των πραγμάτων ή στην κρίση επί των γεγονότων. Η διατήρηση των παραληρητικών σκέψεων …   Dictionary of Greek

  • σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής …   Dictionary of Greek

  • σκράπιε — η, Ν (κτην.) νόσος τών αιγοπροβάτων που συνδέεται με την σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια, εκδηλώνεται με διαταραχές τής συμπεριφοράς τού ζώου, με κνησμό, έλλειψη συντονισμού τών κινήσεων και τρέμουλο και επιφέρει, τελικά, τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • τρέμολο — το, Ν 1. εκτέλεση μουσικού φθόγγου με ταχύτατη επανάληψή του στην ίδια χορδή, αλλ. τρομώδες 2. τρέμουλο, τρεμούλιασμα, τρεμούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tremolo «τρεμουλιαστό» (< λατ. tremulus «τρέμω»] …   Dictionary of Greek

  • διαπερνώ — ασα, άστηκα, ασμένος, διατρυπώ, εισχωρώ από άκρη σε άκρη: Ένα τρέμουλο διαπέρασε όλο μου το σώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”